- οκτωβριανός
- -ή, -όαυτός που έγινε τον Οκτώβριο μήνα: Η Οκτωβριανή επανάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οκτωβριανός — και οχτωβριανός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Οκτώβριο 2. αυτός που έγινε κατά τον μήνα Οκτώβριο («οκτωβριανή επανάσταση» η επανάσταση τών μπολσεβίκων στη Ρωσία τον Οκτώβριο τού 1917) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτωβριανά… … Dictionary of Greek
οχτωβριανός — ή, ό βλ. οκτωβριανός … Dictionary of Greek